„αεράμυνα“: θηλυκό αεράμυνα [aeˈramina]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luftabwehr Luftabwehrθηλυκό | Femininum, weiblich f αεράμυνα αεράμυνα