αδυσώπητος
[aðiˈsopitos], αδυσώπητη, αδυσώπητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schonungslosαδυσώπητοςαδυσώπητος
examples
- αδυσώπητη συμπεριφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fUnerbittlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f