„αδυνατώ“: αμετάβατο ρήμα αδυνατώ [aðinaˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) außerstande sein außerstande sein (να zu) αδυνατώ αδυνατώ