αδυνατίζω
[aðinaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -ισμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
αδυνατίζω
[aðinaˈtizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -ισμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwächer werdenαδυνατίζω κ. φωςαδυνατίζω κ. φως
- abnehmenαδυνατίζω χάνω βάροςαδυνατίζω χάνω βάρος