Greek-German translation for "αδυναμία"

"αδυναμία" German translation

αδυναμία
[aðinaˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Schwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αδυναμία
    Hilflosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αδυναμία
    αδυναμία
  • Kraftlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αδυναμία
    αδυναμία
  • Schwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε für)
    αδυναμία ιδιαίτερη προτίμηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    αδυναμία ιδιαίτερη προτίμηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
  • αδυναμία μνήμης
    Gedächtnisschwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αδυναμία μνήμης
  • αδυναμία όρασης
    Sehschwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αδυναμία όρασης
  • αδυναμία συγκέντρωσης
    Konzentrationsschwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αδυναμία συγκέντρωσης
  • hide examplesshow examples
σωματική αδυναμίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ή ευπάθεια
Gebrechlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
σωματική αδυναμίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ή ευπάθεια
σωματική αδυναμίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Zerbrechlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
σωματική αδυναμίαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: