αδιόρθωτος
[aðiˈorθotos], αδιόρθωτη, αδιόρθωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unkorrigiertαδιόρθωτος που δε διορθώθηκεαδιόρθωτος που δε διορθώθηκε
- irreparabelαδιόρθωτος που δε διορθώνεταιαδιόρθωτος που δε διορθώνεται
- unverbesserlichαδιόρθωτος χαρακτήραςαδιόρθωτος χαρακτήρας