„αδιατάρακτος“ αδιατάρακτος [aˈðiataraktos], αδιατάρακτη, αδιατάρακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ereignislos ereignislos αδιατάρακτος αδιατάρακτος