„αδιαθετώ“: αμετάβατο ρήμα αδιαθετώ [aðiaθeˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unpässlich sein unpässlich sein αδιαθετώ αδιαθετώ