„αδιάρρηκτος“ αδιάρρηκτος [aˈðjariktos], αδιάρρηκτη, αδιάρρηκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einbruchsicher einbruch(s)sicher αδιάρρηκτος αδιάρρηκτος