„αδιάντροπος“ αδιάντροπος [aˈðjanðropos], αδιάντροπη, αδιάντροποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverschämt, unverfroren unverschämt, unverfroren αδιάντροπος αδιάντροπος