αδιάθλαστος
[aˈðiaθlastos], αδιάθλαστη, αδιάθλαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ungebrochenαδιάθλαστος φυσ φωςαδιάθλαστος φυσ φως
Thank you for your feedback!