„αδιάβροχος“ αδιάβροχος [aðiˈavroxos], αδιάβροχη, αδιάβροχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wasserdicht, imprägniert wasserdicht, imprägniert αδιάβροχος αδιάβροχος