αδελφοποίηση
[aðelfoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Partnerschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fαδελφοποίησηαδελφοποίηση
examples
- αδελφοποίηση πόλεωνStädtepartnerschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f