αδασμολόγητος
[aðazmoˈlojitos], αδασμολόγητη, αδασμολόγητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zollfrei, unverzolltαδασμολόγητοςαδασμολόγητος
Thank you for your feedback!