„αδίστακτος“ αδίστακτος [aˈðistaktos], αδίστακτη, αδίστακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) skrupellos, kaltblütig skrupellos, kaltblütig αδίστακτος αδίστακτος