αδέσποτος
[aˈðespotos], αδέσποτη, αδέσποτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αδέσποτος σκυλί
- zweifelhaftαδέσποτος διάδοσηαδέσποτος διάδοση
Thank you for your feedback!