„αδέλφια“: πληθυντικός ουδετέρου αδέλφια [aˈðelfja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geschwister Geschwisterπληθυντικός | Plural pl αδέλφια αδέλφια