„αγύμναστος“ αγύμναστος [aˈjimnastos], αγύμναστη, αγύμναστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungeübt, untrainiert ungeübt, untrainiert αγύμναστος αγύμναστος