„αγωνιζόμενος“ αγωνιζόμενος [aɣoniˈzomenos], αγωνιζόμενη, αγωνιζόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufstrebend aufstrebend αγωνιζόμενος αγωνιζόμενος