„αγωγιμότητα“: θηλυκό αγωγιμότητα [aɣojiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leitfähigkeit Leitfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αγωγιμότητα αγωγιμότητα