„αγροτόσπιτο“: ουδέτερο αγροτόσπιτο [aɣroˈtospito]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bauernhaus Bauernhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγροτόσπιτο αγροτόσπιτο