„αγριότοπος“: αρσενικό αγριότοπος [aɣriˈotopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wildnis Wildnisθηλυκό | Femininum, weiblich f αγριότοπος αγριότοπος