„αγριεμένος“ αγριεμένος [aɣrieˈmenos], αγριεμένη, αγριεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bitterböse bitterböse αγριεμένος αγριεμένος