„αγοραφοβία“: θηλυκό αγοραφοβία [aɣorafoˈvia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Platzangst Platzangstθηλυκό | Femininum, weiblich f αγοραφοβία αγοραφοβία