„αγοράζω“: μεταβατικό ρήμα αγοράζω [aɣoˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kaufen, einkaufen kaufen αγοράζω αγοράζω einkaufen (από, σε bei) αγοράζω προμήθειες αγοράζω προμήθειες examples αγοράζω κάτι με δόσεις etwas auf Raten kaufen αγοράζω κάτι με δόσεις