αγνοώ
[aɣnoˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nicht(s) wissen (αιτιατική | Akkusativakk von)αγνοώ δεν ξέρωαγνοώ δεν ξέρω
- ignorierenαγνοώ αδιαφορώαγνοώ αδιαφορώ
- übergehenαγνοώ παραλείπω, αφήνωαγνοώ παραλείπω, αφήνω