„αγκυλώνομαι“: αμετάβατο ρήμα αγκυλώνομαι [aŋgjiˈlonome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) versteifen versteifen αγκυλώνομαι αγκυλώνομαι