αγκίστρι
[aŋˈgjistri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Angelhakenαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγκίστριαγκίστρι
examples
- αγκίστρι με ακίδεςWiderhakenαρσενικό | Maskulinum, männlich m