„αγγλόφωνος“ αγγλόφωνος [aŋˈglofonos], αγγλόφωνη, αγγλόφωνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) englischsprachig englischsprachig αγγλόφωνος αγγλόφωνος