αγγειοχειρουργική
[aŋgjioçirurjiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefäßchirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich fαγγειοχειρουργική ιατρική | Medizinιατραγγειοχειρουργική ιατρική | Medizinιατρ