αγγειοσύσπαση
[aŋgjioˈsispasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefäßverengungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγγειοσύσπαση ιατρική | Medizinιατραγγειοσύσπαση ιατρική | Medizinιατρ