αγγειοπλαστικός
[aŋgjioplastiˈkos], αγγειοπλαστική, αγγειοπλαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αγγειοπλαστικός τόρνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mTöpferscheibeθηλυκό | Femininum, weiblich f