„αγανακτώ“: αμετάβατο ρήμα αγανακτώ [aɣanakˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ισμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich empören, sich entrüsten sich empören, sich entrüsten (με über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) αγανακτώ αγανακτώ