αγανάκτηση
[aɣaˈnaktisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Empörungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγανάκτησηEntrüstungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγανάκτησηαγανάκτηση