αγαλλίαση
[aɣaˈliasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Jubelαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγαλλίασηHochgefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nαγαλλίασηαγαλλίαση
Thank you for your feedback!