„αγαθοεργός“ αγαθοεργός [aɣaθoerˈɣos], αγαθοεργή, αγαθοεργόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) karitativ karitativ αγαθοεργός αγαθοεργός