„αγίνωτος“ αγίνωτος [aˈjinotos], αγίνωτη, αγίνωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unreif unreif αγίνωτος φρούτα αγίνωτος φρούτα