„αγέραστος“ αγέραστος [aˈjerastos], αγέραστη, αγέραστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jung geblieben, rüstig jung geblieben, rüstig αγέραστος αγέραστος