„αβράμηλο“: ουδέτερο αβράμηλο [aˈvramilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlehe Schleheθηλυκό | Femininum, weiblich f αβράμηλο αβράμηλο