„αβάσιμος“ αβάσιμος [aˈvasimos], αβάσιμη, αβάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbegründet, unhaltbar unbegründet, unhaltbar αβάσιμος αβάσιμος