„αίγαγρος“: αρσενικό αίγαγρος [ˈeɣaɣros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gämse Gämseθηλυκό | Femininum, weiblich f αίγαγρος αίγαγρος