„αέτωμα“: ουδέτερο αέτωμα [aˈetoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Giebel Giebelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αέτωμα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ αέτωμα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ