„ήπαρ“: ουδέτερο ήπαρ [ˈipar]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <ήπατος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leber Leberθηλυκό | Femininum, weiblich f ήπαρ ιατρική | Medizinιατρ ήπαρ ιατρική | Medizinιατρ