ήμισυς
[ˈimisis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <ημίσεια; ήμισυ; γενική | Genitivgenαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n ημίσεος; πληθυντικός | Pluralplαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f -εις; πληθυντικός | Pluralplουδέτερο | Neutrum, sächlich n -εα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- halbήμισυςήμισυς