„Έρως“: αρσενικό Έρως [ˈeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eros Erosαρσενικό | Maskulinum, männlich m Έρως μυθολογία | Mythologieμυθ Έρως μυθολογία | Mythologieμυθ
„έρως“: αρσενικό έρως [ˈeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ωτος> έρωτας [ˈerotas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Liebe Liebeθηλυκό | Femininum, weiblich f έρως έρως examples ο έρωτας περνάει από το στομάχι παροιμία Liebe geht durch den Magen ο έρωτας περνάει από το στομάχι παροιμία ο έρωτας είναι τυφλός παροιμία Liebe macht blind ο έρωτας είναι τυφλός παροιμία