„έρμαιο“: ουδέτερο έρμαιο [ˈermeo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strandgut, Spielball Strandgutουδέτερο | Neutrum, sächlich n έρμαιο έρμαιο Spielballαρσενικό | Maskulinum, männlich m έρμαιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ έρμαιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ