„έπαθλο“: ουδέτερο έπαθλο [ˈepaθlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Preis, Prämie Preisαρσενικό | Maskulinum, männlich m έπαθλο Prämieθηλυκό | Femininum, weiblich f έπαθλο έπαθλο