έξη
[ˈeksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Angewohnheitθηλυκό | Femininum, weiblich fέξη συνήθειαέξη συνήθεια
- Suchtθηλυκό | Femininum, weiblich fέξη από ναρκωτικάέξη από ναρκωτικά