έξαρση
[ˈeksarsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hochstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fέξαρσηέξαρση
examples
- έξαρση πυρετούFieberanfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έξαρση της φαντασίαςgeistiger Höhenflugαρσενικό | Maskulinum, männlich m