ένταξη
[ˈendaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fένταξη στο Ν.Α.Τ.Ο., στην Ε.Ε.Beitrittαρσενικό | Maskulinum, männlich mένταξη στο Ν.Α.Τ.Ο., στην Ε.Ε.ένταξη στο Ν.Α.Τ.Ο., στην Ε.Ε.
- Eingliederungθηλυκό | Femininum, weiblich fένταξη ενσωμάτωσηIntegrationθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ένταξη ενσωμάτωσηένταξη ενσωμάτωση
examples
- EU-Beitrittslandουδέτερο | Neutrum, sächlich n